πατήρ

πατήρ
πατήρ, gen. πατρός and πατέρος, pl. gen. πατέρων and πατρῶν: father; pl. πατέρες, forefathers, Il. 4.405, Od. 8.245.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πατήρ — pitṛs̥u masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • πατράσι — πατήρ pitṛs̥u masc dat pl πατήρ pitṛs̥u masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατράσιν — πατήρ pitṛs̥u masc dat pl πατήρ pitṛs̥u masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρι — πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατήρ pitṛs̥u masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρος — πατήρ pitṛs̥u masc gen sg πατήρ pitṛs̥u masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρων — πατήρ pitṛs̥u masc gen pl πατήρ pitṛs̥u masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατράς — πατήρ pitṛs̥u masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρί — πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατρίς of one s fathers fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρός — πατήρ pitṛs̥u masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρα — πατήρ pitṛs̥u masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”